Κυριακή, Νοεμβρίου 13, 2011

Συλλαβίζοντας,... τη Δημοκρατία


thumb


Παρ’ ότι επίκειται δημοψήφισμα… κάποιοι δεν αντιλήφθηκαν τις αμεσοδημοκρατικές προθέσεις του πρωθυπουργού και δεν πέταξαν κατά το δοκούν από τη χαρά τους επειδή ζούμε σε μια σπαρακτικά ελεύθερη και δημοκρατική χώρα… Το «Π» θεωρεί λοιπόν καθήκον του να δημοσιεύσει σήμερα ένα - δυο εκλαϊ­κευμένα υποδείγματα επίλυσης διλημμά­των με τη μέθοδο του «Ναι» και του «Όχι» (υπό τύπον παραβολής) προκειμένου να καταστήσει σαφή τη λειτουργικότητα του δημοψηφίσματος και να επαναφέρει το χαμόγελο στα χείλη του κυρίαρχου λαού.

Υπόδειγμα 1
«Πώς με αυτοκτόνησαν κι είπα κι ευχαριστώ»
Ο Αντόνιο ο εστιάτορας, από κάτι δόσεις που δεν είχε πληρώσει για την «προστα­σία» του
καταστήματός του, από κάτι απα­νωτά πρόστιμα που του έβαλε το «υγειο­νομικό» και το ΚΕΠΥΟ Σικελίας…, από την ακρίβεια στις πρώτες ύλες της μπλε και πράσινης πίτσας (που παρασκευαζόταν κατ’ εντολή όλων των κυβερνήσεων δια­δοχικά στην περιοχή) κι από την πτώση της κατανάλωσης επειδή η πράσινη και μπλε πίτσα δεν άρεσε σε κανέναν…, βρέθηκε σε δεινή οικονομική θέση κι έπεσε στη δυσμένεια του πάντρε παντρόνε Τζουζέ-πε. Μια νύχτα, μπαίνουνε οι μαφιόζοι στο μαγαζί του ως άλλοι Μποτρίνι, βγάζουνε συρτή τη γυναίκα του την Μπιάνκα από την κουζίνα, με το μαχαίρι που ψιλόκοβε τα πεπερόνι στον λαιμό, και βάζουνε τον οφειλέτη να υπογράψει ότι τους παραχω­ρεί το οικόπεδο. (Το μαγαζί ήτανε γωνια­κό, δέσποζε στο σημείο όπου συναντιού-νταν δυο γραφικά καλντερίμια κι ο Αντόνιο συνήθιζε να σερβίρει σε χαριτωμένα τρα­πεζάκια στο πλακόστρωτο... Ο Τζουζέπε όμως ήθελε να το κάνει μπορντέλο). Κατεβάζουνε τις δυο του κόρες που κοιμούνταν στον πάνω όροφο και του δηλώνουν ότι θα τις κατασχέσουν και θα τις εκπαιδεύσουν στο «μάθε Τέχνη και πιάστηνε…» και θα τις επιστρέψουν όταν γεράσουν. Επειδή, λέει, το μαγαζί χρειαζόταν απολύμανση, πετάνε μπρος στα μάτια του κι ένα στουπί και του βάζουνε φωτιά. Εκείνη τη στιγμή η Μπιάνκα παθαίνει ανακοπή και πέφτει τά­βλα. Οι μαφιόζοι σπρώχνουν τον Αντόνιο, τον γονατίζουν, του δένουν τα χέρια και ο Πάμπλο, το πρωτοπαλλήκαρο, του βάζει το πιστόλι στον κρόταφο…
«Ασπέτα, ασπέτα!...» ακούγεται να λέ­ει ο Τζουζέπε, γυρίζοντας μάλιστα κι έναν φούσκο στον Πάμπλο, για να του δείξει ποιος είναι το αφεντικό σε μια Δημοκρατία. «Ο Αντόνιο έχει δικαίωμα να ψηφίσει. Λίγο ρισπέτο. Το ριστοράντε του θα γίνει το κε­ντρικότερο μπορντέλο στην πόλη»… Στρέ­φεται στον Αντόνιο και του λέει: «Θέλεις να καείς μαζί με το μαγαζί σου, που είναι πιο τσινεματογκράφικο;… Σι ου νο;»… «Σι, γκράτσιε παντρόνε» συλλάβισε ο Αντόνιο. Κι από τότε που απανθρακώθηκε, σώθηκε οριστικά από όλα του τα προβλήματα.

Υπόδειγμα 2
«Πάρ’ το απάνω σου, μεγάλε!»
(Κάμποσους αιώνες πριν… και πάλι στη γειτονική Ιταλία).
Εκείνο το απόγευμα, ο Νέρων Κλαύδιος Καίσαρ Αύγουστος Γερμανικός (τελικά όλοι οι μεγάλοι ηγέτες φέρουν κάτι γερμανικό), γνωστός ως Νέρωνας, ήρεμος και ευτυχής καθώς μέσα σε ελάχιστο διάστημα είχε εξοντώσει τον πατέρα του, τον θείο του, τη μάνα του και τον δάσκαλό του, καθόταν στο παράθυρο και θαύμαζε τη Ρώμη σαν τη Βουγιουκλάκη στη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα». Εκεί, στα χαμηλά της πόλης, οι φασίζουσες μειοψηφίες των χριστιανών κατα­βροχθίζονταν από τα λιοντάρια κι οι φασίζουσες μειοψηφίες των πτωχών στέναζαν υπό τα τυραννικά του μέτρα. Αυτή η σκέψη έκανε την Α.Μ. την Πλειοψηφική Μονάδα να ρεμβάζει ακόμα πιο νωχελικά. Ξάφνου όμως, μια περιπετειώδης ιδέα γεννήθηκε στο κρανίο του. Τρέχει στα ιδιαίτερά του, περνάει τη μάπα του δυο χέρια σοβά απ’ αυτόν που χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί (από παιδί ήθελε να γίνει θεατρίνος, αλλά η μαμά του δεν τον άφησε), φοράει τον βερ-τσάτσε του τον χιτώνα, φορτώνει ένα φλα­σκί κρασί, ξεμπασκώνει κι έναν πυρσό από τον διάδρομο και βγαίνει στο μπαλκόνι. Γι­ατί ν’ αφήνει την πλέμπα να ψοφάει αργά;
Αν περίχυνε τα ξερόχορτα του δρόμου με δυνατό κρασί και έβαζε μία τόση δα φωτί-τσα, όλα θα τελείωναν γρήγορα. Άλλωστε γνώριζε καλά ότι οι Ρωμαίοι ήταν διχασμέ­νοι ανάμεσα σε δύο τάσεις: «Αυτούς που δεν επιθυμούσαν να πεθάνουν γρήγορα κι εκείνους που ήθελαν να επιβραδύνουν τον θάνατό τους»… Ο Νέρων όμως ήταν Ζυγός και οι Ζυγοί απεχθάνονται τα διλήμματα. Τότε ήταν που έπεσε το μάτι του πάνω στον ακίνητο φρουρό της πόρτας. Τον αρπάζει από το τσίγκινο πέτο, τον ταρακουνάει και τον ρωτάει: «Να τους κάψω, ναι ή ου; Λέγε! Πάρ’ το απάνω σου, μεγάλε!». Κι ο φρουρός, που απεχθανόταν τους αργούς, βασα­νιστικούς θανάτους, απεφάνθη από καρδι­άς: «Si! Burlotus!».
pontiki

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...