φανταστώ, ενώ βρίσκομαι στο Ημεροβίγλι, σ' ένα ήσυχο καφέ με ωραία θέα. Βλέπω τη νύχτα να απλώνεται από την ανατολή ώς τη δύση, μέχρι που σκοτεινιάζει τελείως. Απέναντι η Θηρασιά και στο βάθος ίσα που διακρίνω τη Σίκινο και τη Φολέγανδρο. Η θάλασσα λάδι και στον ουρανό ο Αποσπερίτης. «Αυτή είναι η δική μου εικόνα από τη σημερινή βόλτα», στέλνω πίσω στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
Εχω φτάσει στο νησί λίγες μόνον ώρες κι ακόμη επικρατεί μια μικρή σύγχυση μέσα μου. Είναι ίσως εξαιτίας της «διπλής προσωπικότητας» που δείχνει να έχει η Σαντορίνη. Απ' τη μια πανύψηλα, κατακόρυφα σκουρόχρωμα βράχια, σ' ένα παιχνίδι του ηφαιστειακού κόκκινου και μαύρου, με κατάλευκα σπίτια, εστιατόρια, καφέ και ξενοδοχεία (κυρίως τα τελευταία) να πασπαλίζουν σαν το χιόνι την κορυφογραμμή της περίφημης δυτικής πλευράς. Και απ' την άλλη, μόλις ανέβεις με το αυτοκίνητο τον φιδίσιο δρόμο που σε απομακρύνει από τον Αθηνιό, το λιμάνι, για να συναντήσεις το κεντρικό οδικό δίκτυο του νησιού, η εικόνα αλλάζει καθολικά. Εδώ δεσπόζουν οι πανάρχαιοι θηραϊκοί αμπελώνες, που αυτές τις μέρες βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο του τρύγου, και γεμίζουν το τοπίο όσο πιάνει το μάτι - και όσο δεν διακόπτεται από την εντατική οικιστική ανάπτυξη των πολλών τελευταίων χρόνων. Αμπελώνες χαμηλοί, που ευδοκιμούν πάνω σε ξηρό και άνυδρο έδαφος - όπως και τα υπόλοιπα καλοκαιρινά, κυρίως, λαχανικά που βγάζει το νησί, τα ντοματίνια, τα κολοκύθια, οι μελιτζάνες· γινωμένα με την αλμύρα της θάλασσας και την υγρασία της νύχτας.
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Σήμερα, ο Μιχάλης κόντεψε να μη γνωρίσει την Περίσσα. Μόνο η εκκλησία έχει παραμένει... πιστά στη θέση της. Ακόμη και τα κελιά της τελευταίας, όπου τη δεκαετία του '60 έμεναν οι ελάχιστοι παραθεριστές του νησιού, έχουν γίνει καταστήματα. Περίσσα και Περίβολος, ένας μεγάλος οικισμός πια, γεμάτος εστιατόρια, καφέ, μπιτς μπαρ, ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια, όλα τους παράλληλα με την απέραντη μαύρη -απ' το χρώμα της αμμουδιάς- παραλία. Ωραία θάλασσα -ίσως και λίγο πιο ζεστή τώρα το Σεπτέμβριο, και πλήθος επιλογών για διαμονή, εστίαση και διασκέδαση για όλα τα βαλάντια. Σε αυτή την πλευρά της Σαντορίνης, άλλωστε, δεν πληρώνεις τη μοναδικότητα του τοπίου της Καλντέρας και οπωσδήποτε μετά το πέρας του Αυγούστου μπορείς να βρεις και καλές τιμές και ίσως και λίγο πιο θερμή φιλοξενία - λιγότερο το τρέξιμο των εργαζόμενων γαρ, όπως αυτή που τύχαμε εμείς απ' τη γλυκύτατη Μαρία, στο μικρό ξενοδοχείο «Σμαράγδι» στον Περίβολο.
ΟΙ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ
Φιλόξενοι είναι γενικώς οι Σαντορινιοί, ίσως όμως λίγο μπερδεμένοι. Τόση ανάπτυξη σε έναν τόπο που πριν από λίγες μόνο δεκαετίες δεν μπορούσε να κρατήσει τον κόσμο του είναι κάπως δύσκολο να τη διαχειριστείς. Κι όμως, και καλές προσπάθειες γίνονται, αλλά και αν τύχει και βρεθείς σε παρέα με ντόπιους, και ειδικά με μεγαλύτερους σε ηλικία, θα γνωρίσεις για λίγο τη Σαντορίνη πίσω από το σύγχρονο τουριστικό της προσωπείο. Θα δεις ότι σχεδόν όλη η παλιά φουρνιά έχει από ένα παρατσούκλι, που κάπου έχει την αιτία του, θα γνωρίσεις Κατωμερίτες που δεν έχουν δει το ηλιοβασίλεμα της Απάνω Μεριάς -δηλαδή, το πιο διάσημο ηλιοβασίλεμα του πλανήτη(!)- και Απανωμερίτες που θυμούνται το Αμμούδι με πρόσβαση μονάχα από τη θάλασσα ή από τα διακόσια τόσα σκαλοπάτια, που καλό είναι ακόμα και σήμερα να κατέβεις αν είσαι στην Οία, αλλά να μην επιχειρήσεις να επιστρέψεις με τον ίδιο τρόπο - εκτός και αν το κάνεις πάνω σε γαϊδουράκι. Εδώ και κάμποσα χρόνια, πάντως, το γραφικό Αμμούδι με τις διάσημες ψαροταβέρνες συνδέεται με το υπόλοιπο νησί με δρόμο κανονικό, αμαξωτό.
ΘΕΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ
Κι όχι άδικα. Από την Οία στο Ημεροβίγλι (ωραία αυτή η διαδρομή, σημειώστε το) κι από εκεί στο Φηροστεφάνι, ένα πια με τα Φηρά, την πρωτεύουσα, η Καλντέρα της Σαντορίνης, σ' αρέσει δεν σ' αρέσει ο τρόπος που έχει «μεγαλώσει» το υπόλοιπο νησί, χαλαρώνει το βλέμμα, ευφραίνει την καρδιά. Σαν το γλυκόπιοτο Vinsanto που παράγει! Σαν αυτό που απολαμβάνουμε ξανά και ξανά σ' ένα καφέ στο Ημεροβίγλι - ομολογουμένως, ο πιο ήσυχος οικισμός από τους τρεις - τέσσερις της Καλντέρας, απ' τα γραφικά αλλά πολύβουα Φηρά κι απ' τη διάσημη Οία.
Εχει πια νυχτώσει και η δροσιά είναι αρκετή. Ο κ. Δημήτρης, ο Μακεδόνας και Σαντορινιός συγχρόνως ιδιοκτήτης του καφέ που έγινε στέκι μας (ένας βασικός λόγος ήταν ότι εδώ η τιμή του καφέ ήταν στα 3 - 4 ευρώ και όχι στα 6 και 7 που δώσαμε αλλού), απαριθμεί τα τρία ατού του Ημεροβιγλίου: η θέα, η ησυχία και η δροσιά. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στο πιο ψηλό σημείο της Καλντέρας, στα 340 μ. από τη θάλασσα. Ακόμα και ο πανύψηλος, αν τον προσέξεις όταν έρχεσαι ή φεύγεις με το πλοίο, Σκάρος, ο βράχος που ορθώνεται ακριβώς από κάτω, μοιάζει μικρός. Και δεν είναι. Τον Σκάρο θα τον επισκεφτείς, μας λέει ο κ. Δημήτρης, αν αγαπάς την πεζοπορία και αντέχεις τις ανηφόρες και τα σκαλοπάτια (το σημειώνω), αλλά και στις 26 Δεκεμβρίου, οπότε γιορτάζει η Παναγία η Θεοσκέπαστη και γίνεται γλέντι μεταξύ των ντόπιων με κρέας και πατάτες και μεθυστικό νυχτέρι (το σημειώνω κι αυτό - πού ξέρεις;).
Τελευταία βραδιά στο Ημεροβίγλι. Η νύχτα απλώνεται από την ανατολή ώς τη δύση, μέχρι που σκοτεινιάζει τελείως. Απέναντι η Θηρασιά και στο βάθος δύο σκιές, η Σίκινος και η Φολέγανδρος. Η θάλασσα λάδι και στον ουρανό ο Αποσπερίτης. Περιμένω την καταιγίδα.ΚΕΙΜΕΝΟ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΣΣΑΛΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΡΑΒΑΛΟΥ, ΕΦΗ ΠΑΡΟΥΤΣΑ
kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου