«Οι έρευνές μας (από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής) διενεργούνται κάθε τέσσερα χρόνια σε αντιπροσωπευτικό δείγμα περίπου 10.000 μαθητών της χώρας, ηλικίας 14-18 ετών», λέει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχιατρικής του
Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αννα Κοκκέβη.
«Στις εξαρτησιογόνες ουσίες κατατάσσουμε τις νόμιμες (καπνός, αλκοόλ, ψυχοδραστικά φάρμακα) και τις παράνομες ή ναρκωτικά (μαριχουάνα/χασίς ή κάνναβη, ηρωίνη, κοκαΐνη, LSD, έκσταση). Από τις έρευνες προκύπτει η μεγάλη διάδοση της χρήσης καπνού και οινοπνευματωδών ποτών. Συγκεκριμένα, έχουν καπνίσει τσιγάρο οι μισοί μαθητές, ενώ δεν υπάρχει έφηβος που να μην έχει δοκιμάσει αλκοόλ.
»Ενας στους 5 μαθητές καπνίζει συστηματικά και περίπου ένας στους 7 πίνει με συχνότητα περίπου 2-3 φορές την εβδομάδα, ενώ το 12% αναφέρει ότι μέθυσε τον τελευταίο μήνα πριν από την έρευνα. Ναρκωτικά έχει δοκιμάσει 12% των μαθητών, ενώ περίπου οι μισοί έχουν επαναλάβει τη χρήση. Η πιο δημοφιλής παράνομη ουσία είναι η κάνναβη, την οποία θεωρούν ότι μπορούν να βρουν εύκολα ένας στους 4 μαθητές».
Περισσότερα αγόρια σε σύγκριση με τα κορίτσια κάνουν χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. «Το κάπνισμα είναι πιο διαδεδομένο στα κορίτσια που κατοικούν στην Αθήνα, συγκριτικά με αυτά που διαμένουν στη Θεσσαλονίκη και τις λοιπές περιοχές της χώρας», σημειώνει η κ. Κοκκέβη.
«Αντίθετα με το κάπνισμα, το αλκοόλ είναι περισσότερο διαδεδομένο στους μαθητές που κατοικούν σε περιοχές εκτός της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Στη χρήση παράνομων ουσιών έρχεται πρώτη η Αθήνα, ακολουθεί η Θεσσαλονίκη και τέλος οι λοιπές περιοχές. Χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών κάνουν περισσότεροι μαθητές που προέρχονται από ασθενέστερες οικονομικά οικογένειες σε σύγκριση με τους υπόλοιπους».
Η ίδια έρευνα που γίνεται σε 16χρονους μαθητές από 35 χώρες (έρευνα ESPAD), δείχνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών με τα χαμηλότερα ποσοστά στη χρήση ναρκωτικών σε αυτή τη συγκεκριμένη ηλικία. Η συστηματική κατανάλωση αλκοόλ, αντίθετα, κατατάσσει τα Ελληνόπουλα μεταξύ των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά.
«Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η ποσότητα του αλκοόλ που πίνουν οι μαθητές στη χώρα μας, η υπερβολική κατανάλωση και η μέθη είναι αρκετά περιορισμένες σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες χώρες», προσθέτει η κ. Κοκκέβη.
Διαχρονικά, από το 1984 οπότε έγινε η πρώτη έρευνα, και ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία, διαπιστώνεται μείωση του καπνίσματος, με παράλληλη αύξηση της αντίληψης του κινδύνου από το κάπνισμα. «Εν τούτοις, παρατηρείται αύξηση του καπνίσματος στα κορίτσια και κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ των δύο φύλων», τονίζει η κ. Κοκκέβη. «Αν και δεν παρατηρούνται διαχρονικά συστηματικές αλλαγές στην κατανάλωση αλκοόλ, εν τούτοις τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται αύξηση της υπερβολικής κατανάλωσης στα αγόρια».
Η ηλικία έναρξης για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η μέση εφηβική ηλικία (14-15 έτη). «Ο κίνδυνος για εξάρτηση, καθώς και για την εμφάνιση άλλων προβλημάτων στη σωματική και ψυχολογική υγεία αυξάνεται όσο πρωιμότερη είναι η ηλικία έναρξης της χρήσης», τονίζει η κ. Κοκκέβη.
Τα πιο επιρρεπή παιδιάΠοια παιδιά είναι πιο ευάλωτα στις εξαρτήσεις; «Η έννοια της ευαλωτότητας παραπέμπει σε αιτιολογικούς παράγοντες, οι οποίοι στην περίπτωση των εξαρτήσεων είναι γενετικοί και κοινωνικοί», απαντά η κ. Κοκκέβη. «Η ίδια η εφηβική ηλικία αυξάνει την ευαλωτότητα στις εξαρτήσεις. Αυτό οφείλεται αφενός στα νευροβιολογικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης του εγκεφάλου (προηγείται η ωρίμαση των συστημάτων του εγκεφάλου που ελέγχουν την ανταμοιβή και τα κίνητρα), που οδηγεί σε αναζήτηση αισθητηριακών ερεθισμάτων (sensation seeking), ενώ ωριμάζουν αργότερα τα συστήματα που ρυθμίζουν τον γνωσιακό αυτοέλεγχο. Η ευαλωτότητα αφορά επίσης τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του εφήβου: ανάγκη για ανεξαρτητοποίηση από τους γονείς, αναζήτηση νέων εμπειριών μαζί με φίλους κ.λπ.».
Εκτός βέβαια από την ηλικία, μία σειρά άλλων παραγόντων αυξάνουν τις πιθανότητες να αρχίσει το παιδί μια εξάρτηση. «Αυτοί είναι παράγοντες ατομικοί όπως ψυχολογικές διαταραχές, οικογενειακοί όπως η ανεπαρκής παρακολούθηση του εφήβου από τους γονείς, περιβαλλοντικοί όπως οι επιδράσεις των φίλων και η ευκολία πρόσβασης στις ουσίες», εξηγεί η κ. Κοκκέβη.
Και η σχολική απόδοση παίζει ρόλο. «Η κακή σχολική απόδοση δημιουργεί στο παιδί αρνητική εικόνα του εαυτού του», λέει η κ. Κοκκέβη. «Είναι πιθανό το παιδί που δεν έχει αναγνώριση στο σχολείο να αναζητήσει επιβεβαίωση του εαυτού στην ομάδα των συνομηλίκων εκτός του σχολείου, μέσω ριψοκίνδυνων συμπεριφορών όπως το κάπνισμα και η χρήση ναρκωτικών».
Υπάρχει επίσης υψηλή συσχέτιση μεταξύ των ουσιοεξαρτήσεων και των ψυχικών διαταραχών, όπως οι συναισθηματικές διαταραχές, οι αγχώδεις διαταραχές, το σύνδρομο διάσπασης προσοχής - υπερκινητικότητας, η αντικοινωνική διαταραχή και άλλες. Υψηλή συννοσηρότητα μεταξύ ψυχιατρικών διαταραχών και χρήσης ουσιών υπάρχει και στους ενηλίκους.
Η μία εξάρτηση φέρνει την άλλη. «Δεν πηγαίνει συνήθως ένας νέος κατευθείαν στα ναρκωτικά», επισημαίνει η κ. Κοκκέβη. «Στις περισσότερες περιπτώσεις προηγούνται το κάπνισμα και η χρήση αλκοόλ. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι καπνίζουν ή πίνουν θα πάρουν ναρκωτικά. Απλώς έχουν αυξημένες πιθανότητες σε σύγκριση με τους μη χρήστες να το κάνουν».
Οι ενδείξεις SOS για τους γονείς
Το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους προστατευτικούς παράγοντες για τον έφηβο. «Τα θετικά πρότυπα των γονιών, η σωστή επικοινωνία των γονιών με τον έφηβο, η κατανόηση των δυσκολιών του, η ενίσχυση της υπεύθυνης συμπεριφοράς προστατεύουν τον έφηβο», λέει η κ. Κοκκέβη.
«Αντίθετα, το ακατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον και η έλλειψη επικοινωνίας και κατανόησης του εφήβου από τους γονείς αυξάνουν τον κίνδυνο να στραφεί προς την παρέα των συνομηλίκων για να αναπληρώσει αυτό που δεν μπορεί να βρει στην οικογένεια. Συχνά η ανάγκη για αποδοχή από την παρέα οδηγεί σε υπερβολική συμμόρφωση στις επιταγές της. Οταν μάλιστα οι συμπεριφορές που υιοθετεί η παρέα είναι υψηλού κινδύνου όπως η χρήση ναρκωτικών, ο κίνδυνος επηρεασμού είναι εξαιρετικά αυξημένος.
»Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι συνήθειες ως προς τη χρήση ουσιών των γονιών και των μεγαλύτερων αδελφών. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι πιθανότητες χρήσης ουσιών είναι σημαντικά μεγαλύτερες για τα παιδιά των οποίων οι γονείς ή τα μεγαλύτερα αδέλφια κάνουν χρήση».
Οι αυστηροί ή οι ελαστικοί γονείς έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν ένα παιδί που καπνίζει, πίνει ή παίρνει ναρκωτικά; «Το παιδί έχει ανάγκη από όρια, τα οποία οφείλουν να θέτουν οι γονείς ανάλογα με την ηλικία του», υπογραμμίζει η κ. Κοκκέβη.
«Οταν τα όρια αυτά είναι λογικά και εφαρμόζονται με συνέπεια, ο ρόλος τους είναι προστατευτικός για το παιδί. Η μεγάλη ελαστικότητα από τον γονιό οδηγεί σε ανεύθυνη συμπεριφορά. Αντίθετα, η υπερβολική αυστηρότητα δημιουργεί εναντίωση και επαναστατικότητα ή παθητικότητα. Γενικώς όλες οι υπερβολές παρεμποδίζουν την ψυχολογική ωρίμαση του παιδιού, η οποία προσδιορίζει τον βαθμό υπεύθυνης συμπεριφοράς. Το καλό οικογενειακό κλίμα κατανόησης, διαλόγου και εμπιστοσύνης αποτελεί ασπίδα προστασίας για το παιδί».
Ο πρόεδρος του Aγώνα κατά των Ναρκωτικών και της Τοξικομανίας (Mildt) στο Παρίσι Ετιέν Απέρ τονίζει ότι «παρότι πολλές πολιτικές πρόληψης εφαρμόστηκαν για τους νέους τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι γονείς δεν ελήφθησαν υπόψη». Σήμερα, πολλοί ειδικοί της ψυχικής υγείας τονίζουν ότι ο πρώτος που μπορεί να προστατέψει τα παιδιά από το τσιγάρο, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά είναι οι γονείς.
Η σωστή αντίδρασηΠοιες προειδοποιητικές ενδείξεις πρέπει να προκαλέσουν υποψίες στον γονιό; «Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις», απαντά η κ. Κοκκέβη. «Πάντως οι γονείς πρέπει να προσέξουν κάποιες σημαντικές αλλαγές στο παιδί, όπως μεγάλη αδιαφορία για όλα, υπερβολική ευερεθιστότητα και επιθετικότητα, αλλαγή στις παρέες, απομόνωση και κακοκεφιά. Βέβαια, παρόμοιες αλλαγές παρατηρούνται συχνά στην εφηβεία και δεν αποτελούν απαραίτητα ενδείξεις χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών».
Πώς πρέπει να το χειριστούν οι γονείς; «Οι γονείς που ανησυχούν ότι το παιδί τους μπορεί να κάνει χρήση ουσιών, το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να μιλήσουν πρώτα μαζί του», συμβουλεύει η κ. Κοκκέβη. «Ο διάλογος αυτός πρέπει να γίνει με ηρεμία και σε κλίμα εμπιστοσύνης. Αν ο έφηβος δεν εμπιστεύεται τους γονείς, αν δεν νιώθει συναισθηματική ασφάλεια μέσα στην οικογένειά του θα αμυνθεί με ψέματα και δεν θα δεχθεί τη βοήθειά τους».
Το υπερβολικό άγχος
Η συζήτηση της περίπτωσης με κάποιον ειδικό (ψυχολόγος, παιδοψυχίατρος, παιδίατρος ή οικογενειακός γιατρός) θα βοηθήσει τον γονιό κατ' αρχάς να διευκρινίσει πόσο βάσιμες μπορεί να είναι οι υποψίες του. «Συχνά το υπερβολικό άγχος των γονιών δημιουργεί ανυπόστατες υποψίες. Ο ειδικός θα βοηθήσει τον γονιό να διαχειριστεί το άγχος του και να αντιμετωπίσει σωστά το θέμα, στην περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα. Η συζήτηση στο σχολείο με τους καθηγητές δεν θα ήταν σωστή κίνηση, αν δεν έχει ενημερωθεί προηγουμένως ο έφηβος και να έχει συμφωνήσει».
Η κοινωνιολόγος Ζενεβιέβ Πραπλάν, του Ελβετικού Ινστιτούτου Πρόληψης του Αλκοολισμού και άλλων Τοξικομανιών, συνιστά στους γονείς: «Εάν το παιδί σας γυρίσει π.χ. μεθυσμένο, το καλύτερο είναι να του μιλήσετε την επομένη, εκφράζοντάς του την ανησυχία σας. Παρότι είναι δύσκολο, δεν πρέπει να το κατηγορήσετε γιατί έτσι θα κλειστεί στον εαυτό του».
Εννέα συμβουλές προστασίας
_ Να δίνετε πρώτα εσείς το θετικό παράδειγμα στο παιδί.
_ Να δημιουργείτε από τις μικρές ηλικίες κλίμα εμπιστοσύνης και διαλόγου με το παιδί.
_ Να ενημερώνετε τον έφηβο για τους κινδύνους που διατρέχει από τις εξαρτησιογόνες ουσίες ή και να επεμβαίνετε όταν κρίνετε ότι βρίσκεται σε κίνδυνο.
_ Να δείχνετε εμπιστοσύνη στις ικανότητές του να τα βγάλει πέρα, δίχως αυτή η εμπιστοσύνη να ακυρώνει την εγρήγορσή σας.
_ Μην επιτρέπετε το κάπνισμα ή τη μέθη μέσα στο σπίτι (ούτε στους καλεσμένους σας).
_ Να τονίζετε στο παιδί τις βραχυπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες του τσιγάρου και του αλκοόλ, όπως η δυσοσμία του στόματος, η μειωμένη αθλητική απόδοση, τα κιτρινισμένα δόντια και δάχτυλα, τα τροχαία ατυχήματα κ.ά.
_ Να το προτρέπετε στην άθληση και σε υγιείς εξωσχολικές δραστηριότητες (π.χ. μουσική).
_ Να δίνετε σημασία στην υγιεινή διατροφή και γενικώς στην υγιεινή ζωή.
_ Να δημιουργήσετε υποστηρικτικό δίκτυο οικογενειακών φίλων.
Πού να ζητήσετε βοήθεια
Τα Κέντρα Διακοπής Καπνίσματος δεν δέχονται εφήβους γιατί αυτοί δεν ανταποκρίνονται σε παρεμβάσεις τέτοιου είδους όπως μας ενημερώνει η κ. Χριστίνα Γκράτσιου, υπεύθυνη του Κέντρου στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο και αναπληρώτρια καθηγήτρια Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Επειδή οι έφηβοι δεν έχουν αναπτύξει ακόμα μεγάλο εθισμό, έχει αποδειχθεί ότι η ενημέρωση μπορεί να αλλάξει τον τρόπο συμπεριφοράς τους. Τα προγράμματα πρόληψης πρέπει να αρχίζουν από το δημοτικό κιόλας».
Και η κ. Κοκκέβη συμβουλεύει: «Σε όλες τις περιοχές της χώρας λειτουργούν τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ, στα οποία ειδικοί ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχίατροι μπορούν να βοηθήσουν τους γονείς να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες τους ή το πρόβλημα, ή να τους παραπέμψουν στα κατάλληλα ειδικά Κέντρα».
INFO:
_ Μονάδα Εφήβων Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία), τηλ. 210-7757.496, 210-7467.780 - 1.
_ Μονάδα Εφήβων Γ' Ψυχιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ), τηλ. 2310-249.400.
_ Μονάδα Εφήβων Νοσοκομείου Γ. Γεννηματάς, τηλ. 210-7787.341.
_ Ελληνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά (ΕΚΤΕΠΝ), Τ.Θ. 665 17, Τ.Κ. 156 01, Παπάγου, τηλ. 210-6536.902, Fax: 210-6537.273, www.ektepn.gr
_ ΟΚΑΝΑ, τηλ. 1031, www.okana.gr.
Αριθμοί
90% των καπνιστών άρχισαν το τσιγάρο πριν από τα 18 τους χρόνια
98% των εφήβων που καπνίζουν έχουν γονιό καπνιστή
Ρεπορτάζ: Μαίρη Κατσανοπούλου
tanea
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου