Η εξασθένηση των οστών που χαρακτηρίζει την οστεοπόρωση οδηγεί στην
απότομη ή προοδευτική παραμόρφωση των οστών και σε κατάγματα. Η
οστεοπόρωση είναι σήμερα πολύ συχνή, λόγω της αύξησης του μέσου όρου
ζωής αλλά και των κακών συνηθειών που έχουν επικρατήσει από την
αστικοποίηση του πληθυσμού.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 19,2% των Ελληνίδων ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών (δηλαδή περίπου 400.000 γυναίκες) έχουν εγκατεστημένη σπονδυλική οστεοπόρωση με σπονδυλικές παραμορφώσεις.
Επιπλέον, το 30% των Ελληνίδων ηλικίας μεγαλύτερης των 50 (περίπου 600.000 γυναίκες) έχουν παθολογικά χαμηλή οστική πυκνότητα.
Περίπου 15.000 ηλικιωμένα άτομα σπάνε κάθε χρόνο το μηριαίο οστούν τους στην Ελλάδα. Όλοι αυτοί οι ασθενείς πρέπει να υποβληθούν, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους, σε χειρουργική επέμβαση. Η θνητότητα των ηλικιωμένων αυτών τα 2 πρώτα μετά την εγχείρηση χρόνια φθάνει το 30%.
Η οστεοπόρωση είναι μία πολύ σοβαρή πάθηση, η οποία απαιτεί προληπτικό έλεγχο για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή της, διότι προκαλεί συμπτώματα και παραμορφώσεις που δημιουργούν πολλά προβλήματα στους ασθενείς.
Τα συμπτώματα και οι παραμορφώσεις προέρχονται κυρίως από τη σπονδυλική στήλη και είναι η απώλεια αναστήματος, η κύφωση, η προβολή της κοιλιάς, οι συγκάμψεις των άκρων και ο μόνιμος πόνος στην πλάτη και τη μέση.
Οι παραμορφώσεις εύλογα δημιουργούν ψυχολογικά προβλήματα και κακή ποιότητα ζωής. Ωστόσο, υπάρχουν και πολύ πιο απειλητικές για τη ζωή συνέπειες, όπως το κάταγμα του ισχίου που συμβαίνει κυρίως σε υπερήλικες (άνω των 80 ετών) και, όπως προαναφέρθηκε, έχει υψηλό ποσοστό θνητότητας τα 2 πρώτα χρόνια από την εγχείρηση.
Αν και το κάταγμα του ισχίου έχει ανεξέλεγκτη αύξηση σε συχνότητα στα άτομα ηλικίας άνω των 80 ετών, στα άτομα 60-79 ετών η συχνότητά του μικραίνει λόγω της έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας των μετεμμηνοπαυσικών γυναικών. Επιπλέον, το κάταγμα του ισχίου δημιουργεί δυσβάστακτα βάρη για το Σύστημα Υγείας των αναπτυγμένων χωρών. Το έτος 2050 υπολογίζεται ότι ένας εργαζόμενος θα αντιστοιχεί σε 7 συνταξιούχους, ενώ αντίστοιχα το ημερήσιο κόστος νοσηλείας αυξάνει συνεχώς.
Όσο νωρίτερα γίνεται η ανίχνευση της οστεοπόρωσης τόσο περιορίζονται και οι συνέπειές της. Με βάση αυτό το σκεπτικό συνιστάται προληπτικός έλεγχος για οστεοπόρωση τουλάχιστον από την εποχή έναρξης της εμμηνόπαυσης.
Πρόβλημα από νεαρή ηλικίαΗ οστεοπόρωση ως νόσημα που εμφανίζεται με αναίτια κατάγματα ανήκει ασφαλώς στην τρίτη ηλικία, αφορά δηλαδή κυρίως άτομα μεγαλύτερα των 65 ετών. Επειδή όμως πρόκειται για ένα σιωπηλό, όπως λέμε, νόσημα που δημιουργείται από πολύ νεώτερη ηλικία, πρέπει να αντιμετωπισθεί προληπτικά με απλούστερους τρόπους πριν από την εμμηνόπαυση.
Πράγματι αν σε τυχαίους ελέγχους μετρήσουμε την οστική μάζα νεαρών ατόμων (τόσο γυναικών όσο και ανδρών), θα δούμε ένα περίπου 15% από αυτά να έχουν εντυπωσιακά χαμηλές τιμές. Η ανεύρεση χαμηλής οστικής μάζας σε νέα άτομα που δεν πάσχουν από γνωστά νοσήματα αποδίδεται στην ανάπτυξη χαμηλής κορυφαίας οστικής μάζας λόγω κακής κληρονομικότητας.
Αν και τα άτομα αυτά μετά την εμμηνόπαυση έχουν αυξημένο κίνδυνο να πάθουν οστεοπορωτικά κατάγματα, δεν σημαίνει ότι στη νέα τους ηλικία πάσχουν από οστεοπόρωση, αλλά ότι απλά έχουν χαμηλή οστική μάζα και πρέπει να αρχίζουν προληπτικά μέτρα καλής διατροφής και άσκησης, όχι όμως φαρμακευτική θεραπεία.
Αν και η οστεοπόρωση προσβάλλει περισσότερο τις γυναίκες, έχει διαπιστωθεί ότι το 11% των ανδρών ηλικίας άνω των 40 ετών έχει χαμηλή οστική μάζα. Ένα μικρότερο ποσοστό από αυτούς τους άνδρες παρουσιάζουν ήδη και οστεοπορωτικά κατάγματα (λ.χ. της σπονδυλικής στήλης). Η ανδρική οστεοπόρωση, εφόσον δεν οφείλεται σε γνωστή αιτία (λ.χ. υπογοναδισμό, λήψη κορτιζόνης, κατάχρηση αλκοόλ κ.λπ.) είναι συνήθως κληρονομικής αιτίας και αντιμετωπίζεται με φάρμακα μετά την ηλικία των 50 ετών ή αν έχουν εμφανισθεί αναίτια κατάγματα.
Προληπτικές εξετάσειςΣτην απλή διερεύνηση ενός γενικότερου πληθυσμού, όπως είναι οι γυναίκες που μπαίνουν στην εμμηνόπαυση, αρκεί μία μέτρηση της οστικής μάζας με την τεχνική της διπλής απορροφησιομετρίας (DXA) για να διαγνωστεί η οστεοπόρωση. Η μέτρηση πρέπει να γίνεται σε δύο τουλάχιστον σημεία (σπονδυλική στήλη και ισχίο) τουλάχιστον την πρώτη φορά που εξετάζεται μία γυναίκα.
Η μέτρηση αυτή είναι μία απλή εξέταση εκτίμησης της περιεκτικότητας σε άλατα ασβεστίου του σκελετού μας και με αυτήν αξιολογείται η κατάσταση των οστών και ειδικότερα ο κίνδυνος εμφάνισης οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Κριτήριο για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης σε μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες είναι η οστική πυκνότητα να είναι μικρότερη από -2,5 σταθερές αποκλίσεις από τη μέση τιμή νεαρών γυναικών (T-score). Το στατιστικό αυτό κριτήριο θεωρείται όριο για την έναρξη θεραπείας. Σε μια προεμμηνοπαυσική γυναίκα δεν είναι αρκετή η χαμηλή οστική πυκνότητα για την έναρξη της θεραπείας αλλά απαιτείται να συνυπάρχουν και άλλα αίτια (λ.χ. η χρήση γλυκοκορτικοειδών).
Συμπληρωματικά με τη μέτρηση καλό είναι να γίνονται και οι βασικές εξετάσεις αίματος με τις οποίες μπορεί να εντοπισθεί εκτός από την οστεοπόρωση και η ύπαρξη άλλων οστικών παθήσεων όπως ο ραχιτισμός, η οστεομαλακία, ο υπερπαραθυρεοειδισμός κ.ά.
Οι εξετάσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν τη μέτρηση του ασβεστίου, του φωσφόρου, της παραθορμόνης και της βιταμίνης D του αίματος.
Η γενική συμβουλή είναι να υποβάλλονται σε μέτρηση της οστικής μάζας όλες οι γυναίκες λίγο πριν από την αναμενόμενη εμμηνόπαυση (λ.χ. στο 45ο έτος της ηλικίας τους).
Ο ρόλος της κληρονομικότηταςΕδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως το οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης μπορεί να οδηγήσει στην απόφαση για έλεγχο σε νεώτερη ηλικία (ακόμα και πριν από το 40ό έτος της ηλικίας). Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, ποσοστό περίπου 15% των νέων γυναικών που παρ' όλη τη φυσιολογική ορμονική κατάσταση, διαπιστώνεται στη μέτρηση ότι έχουν χαμηλή οστική μάζα.
Βασική αιτία για την κατάσταση αυτή (η οποία δεν πρέπει να θεωρείται απώλεια οστικής μάζας σε νεαρή ηλικία αλλά ελαττωματική ανάπτυξη της οστικής μάζας), είναι το κληρονομικό ιστορικό οστεοπόρωσης. Πράγματι υπάρχουν πολλές παραλλαγές (πολυμορφισμοί) γονιδίων που είναι υπεύθυνα για τη λειτουργία των οστών, οι οποίες έχουν κατηγορηθεί για την κατάσταση αυτή.
Επειδή ο έλεγχος των γονιδίων είναι μία πολύπλοκη και ίσως δαπανηρή διαδικασία, προτείνεται ένας απλούστερος τρόπος ανίχνευσης της κληρονομικής προδιάθεσης για οστεοπόρωση.
Η ύπαρξη οστεοπόρωσης (ή καλύτερα καταγμάτων που να οφείλονται σε οστεοπόρωση) σε έναν από τους γονείς ή σε μία αδελφή κοκ αυξάνει κατά περίπου 10 φορές την πιθανότητα να βρεθεί σε μία μέτρηση χαμηλή οστική μάζα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν η φυσιογνωμία του ανθρώπου (φαινότυπος) είναι πανομοιότυπη με το νεαρής ηλικίας άτομο που ενδιαφέρεται να μάθει αν θα πάσχει και το ίδιο στο μέλλον από οστεοπόρωση.
Ο κίνδυνος ένα νέο άτομο να πάσχει είναι περισσότερο αυξημένος εάν συνυπάρχουν οι ακόλουθες αιτίες:
1) Υπάρχει χαμηλό σωματικό βάρος
2) Η ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου είναι μικρότερη των 300 mg
3) Καπνίζει (περισσότερα από 10 τσιγάρα καθημερινά).
Έλεγχος μέχρι τα γηρατειάΕάν μία γυναίκα υποβληθεί σε μέτρηση οστικής μάζας μετά την εμμηνόπαυση και διαπιστωθεί πως δεν έχει οστεοπόρωση, δεν σημαίνει πως δεν χρειάζεται να ξαναελεγχθεί, διότι δεν αποκλείεται να την παρουσιάσει αργότερα.
Απαιτείται λοιπόν μέτρηση οστική μάζας σε δύο σημεία κάθε 2-3 χρόνια για τα πρώτα 10 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση και στη συνέχεια κάθε 5 χρόνια _ πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα βρεθούν παθολογικές τιμές στη μέτρηση.
Με τις διαδοχικές αυτές εξετάσεις εντοπίζονται και τα άτομα που χάνουν με γρήγορο ρυθμό οστική μάζα, πράγμα που επίσης είναι ένδειξη για θεραπεία με φάρμακα.
Η προστασία από την οστεοπόρωση
Η εντόπιση των παραγόντων κινδύνου (εκτός από την κληρονομικότητα) και η κατά το δυνατόν διόρθωσή τους αποτελούν τον βασικό στόχο για την πρόληψη της οστεοπόρωσης τόσο πριν όσο και μετά την εμμηνόπαυση.
Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη χαμηλής οστικής μάζας, αυξημένης μετεμμηνοπαυσικής οστικής απώλειας και αυξημένης πιθανότητας εμφάνισης κατάγματος «χαμηλής βίας» (δίχως λ.χ. να υπάρξει πτώση ή τραυματισμός) είναι οι εξής:
* Πρόωρη εμμηνόπαυση. Πριν από το 42ο έτος της ηλικίας, οπότε συνήθως είναι απαραίτητη η ορμονική υποκατάσταση.
* Χαμηλό σωματικό βάρος. Βάρος μικρότερο από 10 κιλά από το ύψος (λ.χ. ύψος 1.65 και βάρος 50 κιλά) πρέπει να διορθώνεται, κυρίως σε γυναίκες κοντά ή μετά την εμμηνόπαυση.
* Διατροφή φτωχή σε ασβέστιο. Καθημερινά πρέπει να προσλαμβάνει κανείς το λιγότερο 500 mg ασβεστίου με τη μορφή των γαλακτοκομικών προϊόντων (να πίνει δηλαδή 2 ποτήρια γάλα). Τα άτομα με δυνανεξία στα γαλακτοκομικά προϊόντα πρέπει να λαμβάνουν συμπληρώματα ασβεστίου. Οι συνιστώμενες πάντως ημερήσιες ποσότητες ασβεστίου σε όλες τις ηλικίες είναι πολύ μεγαλύτερες.
* Κάπνισμα. Κατά προτίμηση πρέπει να αποφεύγεται. Πάντως περισσότερα από 10 τσιγάρα την ημέρα έχει αποδειχθεί ότι προκαλούν οστεοπόρωση, ιδίως μετά την εμμηνόπαυση.
* Οινοπνευματώδη σε ποσότητες μεγαλύτερες από 1-2 μονάδες την ημέρα.
* Κατάχρηση καφέ.
* Αδράνεια, κακό μυϊκό σύστημα. Η άσκηση σε γυμναστήριο περισσότερο από 2 ώρες την εβδομάδα έχει θετικό αποτέλεσμα στην πρόληψη της οστεοπόρωσης.
* Λήψη φαρμάκων που συνδέονται με οστεοπόρωση. Η λήψη κορτιζόνης σε σχετικά μεγάλες δόσεις και για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλεί συνήθως βαριά οστεοπόρωση. Η κορτιζόνη μειώνει την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο, αυξάνει την απέκκρισή του από τα ούρα, αναστέλλει τη δράση της βιταμίνης D και περιορίζει τη σύνθεση του κολλαγόνου, το οποίο επιπλέον καταστρέφει. Άλλα φάρμακα που προκαλούν οστεοπόρωση είναι η ηπαρίνη, τα αντιόξινα, τα αντιεπιληπτικά και τα θυρεοειδικά σκευάσματα. Η ύπαρξη τοξικού αδενώματος του θυρεοειδούς, όπως και η λήψη υψηλών δόσεων θυροξίνης, οδηγούν σχεδόν πάντοτε σε οστεοπόρωση. Ο ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης είναι γνωστή αιτία πρόκλησης οστεοπόρωσης, Αντικαταθλιπτικά φάρμακα (αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, SSRI) και φάρμακα για την υπερχλωριδρία και τα «καψίματα» στο στομάχι (αναστολείς των πρωτονίων) μπορεί να προκαλέσουν οστεοπορωτικά κατάγματα ύστερα από μακρόχρονη λήψη.
Πόσο ασβέστιο χρειάζονται μικροί και μεγάλοι
Οι ποσότητες ασβεστίου που πρέπει κανείς να καταναλώνει σε καθημερινή βάση μετρώνται σε χιλιοστά του γραμμαρίου (mg). Ανά ηλικία είναι οι ακόλουθες:
Παιδιά έως 10 ετών = 800
Έφηβοι (10-17 ετών) = 1.300
Νέοι (17-25 ετών) = 1.000
Ενήλικες = 800
Γυναίκες λίγο πριν από την εμμηνόπαυση = 1.000
Γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση = 1.200
Ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών) = 1.500
Έπειτα από κάταγμα = 1.500
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα, αναλόγως με το είδος τους, περιέχουν 250-300 mg ασβεστίου ανά μονάδα. (Μία μονάδα ισούται με 1 ποτήρι γάλα ή 1 κεσέ γιαούρτι ή 30 γρ. κίτρινο τυρί)
Πόσα άτομα έχουν οστεοπόρωση στην Ελλάδα (ανά ηλικία)
Κάτω από 50 ετών = 13,7%
50-59 ετών = 19%
60-69 ετών = 42,1%
70-79 ετών = 55,5%
80 ετών και άνω = 75,4%
Κάθε πότε πρέπει να γίνεται μέτρηση της οστικής μάζας
1 φορά κάθε 2-3 χρόνια για τα πρώτα 10 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση
1 φορά κάθε 5 χρόνια στη συνέχεια
Ο Γεώργιος Π. Λυρίτης είναι καθηγητής Ορθοπεδικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης (ΕΛΙΟΣ)
tanea
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 19,2% των Ελληνίδων ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών (δηλαδή περίπου 400.000 γυναίκες) έχουν εγκατεστημένη σπονδυλική οστεοπόρωση με σπονδυλικές παραμορφώσεις.
Επιπλέον, το 30% των Ελληνίδων ηλικίας μεγαλύτερης των 50 (περίπου 600.000 γυναίκες) έχουν παθολογικά χαμηλή οστική πυκνότητα.
Περίπου 15.000 ηλικιωμένα άτομα σπάνε κάθε χρόνο το μηριαίο οστούν τους στην Ελλάδα. Όλοι αυτοί οι ασθενείς πρέπει να υποβληθούν, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους, σε χειρουργική επέμβαση. Η θνητότητα των ηλικιωμένων αυτών τα 2 πρώτα μετά την εγχείρηση χρόνια φθάνει το 30%.
Η οστεοπόρωση είναι μία πολύ σοβαρή πάθηση, η οποία απαιτεί προληπτικό έλεγχο για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή της, διότι προκαλεί συμπτώματα και παραμορφώσεις που δημιουργούν πολλά προβλήματα στους ασθενείς.
Τα συμπτώματα και οι παραμορφώσεις προέρχονται κυρίως από τη σπονδυλική στήλη και είναι η απώλεια αναστήματος, η κύφωση, η προβολή της κοιλιάς, οι συγκάμψεις των άκρων και ο μόνιμος πόνος στην πλάτη και τη μέση.
Οι παραμορφώσεις εύλογα δημιουργούν ψυχολογικά προβλήματα και κακή ποιότητα ζωής. Ωστόσο, υπάρχουν και πολύ πιο απειλητικές για τη ζωή συνέπειες, όπως το κάταγμα του ισχίου που συμβαίνει κυρίως σε υπερήλικες (άνω των 80 ετών) και, όπως προαναφέρθηκε, έχει υψηλό ποσοστό θνητότητας τα 2 πρώτα χρόνια από την εγχείρηση.
Αν και το κάταγμα του ισχίου έχει ανεξέλεγκτη αύξηση σε συχνότητα στα άτομα ηλικίας άνω των 80 ετών, στα άτομα 60-79 ετών η συχνότητά του μικραίνει λόγω της έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας των μετεμμηνοπαυσικών γυναικών. Επιπλέον, το κάταγμα του ισχίου δημιουργεί δυσβάστακτα βάρη για το Σύστημα Υγείας των αναπτυγμένων χωρών. Το έτος 2050 υπολογίζεται ότι ένας εργαζόμενος θα αντιστοιχεί σε 7 συνταξιούχους, ενώ αντίστοιχα το ημερήσιο κόστος νοσηλείας αυξάνει συνεχώς.
Όσο νωρίτερα γίνεται η ανίχνευση της οστεοπόρωσης τόσο περιορίζονται και οι συνέπειές της. Με βάση αυτό το σκεπτικό συνιστάται προληπτικός έλεγχος για οστεοπόρωση τουλάχιστον από την εποχή έναρξης της εμμηνόπαυσης.
Πρόβλημα από νεαρή ηλικίαΗ οστεοπόρωση ως νόσημα που εμφανίζεται με αναίτια κατάγματα ανήκει ασφαλώς στην τρίτη ηλικία, αφορά δηλαδή κυρίως άτομα μεγαλύτερα των 65 ετών. Επειδή όμως πρόκειται για ένα σιωπηλό, όπως λέμε, νόσημα που δημιουργείται από πολύ νεώτερη ηλικία, πρέπει να αντιμετωπισθεί προληπτικά με απλούστερους τρόπους πριν από την εμμηνόπαυση.
Πράγματι αν σε τυχαίους ελέγχους μετρήσουμε την οστική μάζα νεαρών ατόμων (τόσο γυναικών όσο και ανδρών), θα δούμε ένα περίπου 15% από αυτά να έχουν εντυπωσιακά χαμηλές τιμές. Η ανεύρεση χαμηλής οστικής μάζας σε νέα άτομα που δεν πάσχουν από γνωστά νοσήματα αποδίδεται στην ανάπτυξη χαμηλής κορυφαίας οστικής μάζας λόγω κακής κληρονομικότητας.
Αν και τα άτομα αυτά μετά την εμμηνόπαυση έχουν αυξημένο κίνδυνο να πάθουν οστεοπορωτικά κατάγματα, δεν σημαίνει ότι στη νέα τους ηλικία πάσχουν από οστεοπόρωση, αλλά ότι απλά έχουν χαμηλή οστική μάζα και πρέπει να αρχίζουν προληπτικά μέτρα καλής διατροφής και άσκησης, όχι όμως φαρμακευτική θεραπεία.
Αν και η οστεοπόρωση προσβάλλει περισσότερο τις γυναίκες, έχει διαπιστωθεί ότι το 11% των ανδρών ηλικίας άνω των 40 ετών έχει χαμηλή οστική μάζα. Ένα μικρότερο ποσοστό από αυτούς τους άνδρες παρουσιάζουν ήδη και οστεοπορωτικά κατάγματα (λ.χ. της σπονδυλικής στήλης). Η ανδρική οστεοπόρωση, εφόσον δεν οφείλεται σε γνωστή αιτία (λ.χ. υπογοναδισμό, λήψη κορτιζόνης, κατάχρηση αλκοόλ κ.λπ.) είναι συνήθως κληρονομικής αιτίας και αντιμετωπίζεται με φάρμακα μετά την ηλικία των 50 ετών ή αν έχουν εμφανισθεί αναίτια κατάγματα.
Προληπτικές εξετάσειςΣτην απλή διερεύνηση ενός γενικότερου πληθυσμού, όπως είναι οι γυναίκες που μπαίνουν στην εμμηνόπαυση, αρκεί μία μέτρηση της οστικής μάζας με την τεχνική της διπλής απορροφησιομετρίας (DXA) για να διαγνωστεί η οστεοπόρωση. Η μέτρηση πρέπει να γίνεται σε δύο τουλάχιστον σημεία (σπονδυλική στήλη και ισχίο) τουλάχιστον την πρώτη φορά που εξετάζεται μία γυναίκα.
Η μέτρηση αυτή είναι μία απλή εξέταση εκτίμησης της περιεκτικότητας σε άλατα ασβεστίου του σκελετού μας και με αυτήν αξιολογείται η κατάσταση των οστών και ειδικότερα ο κίνδυνος εμφάνισης οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Κριτήριο για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης σε μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες είναι η οστική πυκνότητα να είναι μικρότερη από -2,5 σταθερές αποκλίσεις από τη μέση τιμή νεαρών γυναικών (T-score). Το στατιστικό αυτό κριτήριο θεωρείται όριο για την έναρξη θεραπείας. Σε μια προεμμηνοπαυσική γυναίκα δεν είναι αρκετή η χαμηλή οστική πυκνότητα για την έναρξη της θεραπείας αλλά απαιτείται να συνυπάρχουν και άλλα αίτια (λ.χ. η χρήση γλυκοκορτικοειδών).
Συμπληρωματικά με τη μέτρηση καλό είναι να γίνονται και οι βασικές εξετάσεις αίματος με τις οποίες μπορεί να εντοπισθεί εκτός από την οστεοπόρωση και η ύπαρξη άλλων οστικών παθήσεων όπως ο ραχιτισμός, η οστεομαλακία, ο υπερπαραθυρεοειδισμός κ.ά.
Οι εξετάσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν τη μέτρηση του ασβεστίου, του φωσφόρου, της παραθορμόνης και της βιταμίνης D του αίματος.
Η γενική συμβουλή είναι να υποβάλλονται σε μέτρηση της οστικής μάζας όλες οι γυναίκες λίγο πριν από την αναμενόμενη εμμηνόπαυση (λ.χ. στο 45ο έτος της ηλικίας τους).
Ο ρόλος της κληρονομικότηταςΕδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως το οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης μπορεί να οδηγήσει στην απόφαση για έλεγχο σε νεώτερη ηλικία (ακόμα και πριν από το 40ό έτος της ηλικίας). Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, ποσοστό περίπου 15% των νέων γυναικών που παρ' όλη τη φυσιολογική ορμονική κατάσταση, διαπιστώνεται στη μέτρηση ότι έχουν χαμηλή οστική μάζα.
Βασική αιτία για την κατάσταση αυτή (η οποία δεν πρέπει να θεωρείται απώλεια οστικής μάζας σε νεαρή ηλικία αλλά ελαττωματική ανάπτυξη της οστικής μάζας), είναι το κληρονομικό ιστορικό οστεοπόρωσης. Πράγματι υπάρχουν πολλές παραλλαγές (πολυμορφισμοί) γονιδίων που είναι υπεύθυνα για τη λειτουργία των οστών, οι οποίες έχουν κατηγορηθεί για την κατάσταση αυτή.
Επειδή ο έλεγχος των γονιδίων είναι μία πολύπλοκη και ίσως δαπανηρή διαδικασία, προτείνεται ένας απλούστερος τρόπος ανίχνευσης της κληρονομικής προδιάθεσης για οστεοπόρωση.
Η ύπαρξη οστεοπόρωσης (ή καλύτερα καταγμάτων που να οφείλονται σε οστεοπόρωση) σε έναν από τους γονείς ή σε μία αδελφή κοκ αυξάνει κατά περίπου 10 φορές την πιθανότητα να βρεθεί σε μία μέτρηση χαμηλή οστική μάζα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν η φυσιογνωμία του ανθρώπου (φαινότυπος) είναι πανομοιότυπη με το νεαρής ηλικίας άτομο που ενδιαφέρεται να μάθει αν θα πάσχει και το ίδιο στο μέλλον από οστεοπόρωση.
Ο κίνδυνος ένα νέο άτομο να πάσχει είναι περισσότερο αυξημένος εάν συνυπάρχουν οι ακόλουθες αιτίες:
1) Υπάρχει χαμηλό σωματικό βάρος
2) Η ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου είναι μικρότερη των 300 mg
3) Καπνίζει (περισσότερα από 10 τσιγάρα καθημερινά).
Έλεγχος μέχρι τα γηρατειάΕάν μία γυναίκα υποβληθεί σε μέτρηση οστικής μάζας μετά την εμμηνόπαυση και διαπιστωθεί πως δεν έχει οστεοπόρωση, δεν σημαίνει πως δεν χρειάζεται να ξαναελεγχθεί, διότι δεν αποκλείεται να την παρουσιάσει αργότερα.
Απαιτείται λοιπόν μέτρηση οστική μάζας σε δύο σημεία κάθε 2-3 χρόνια για τα πρώτα 10 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση και στη συνέχεια κάθε 5 χρόνια _ πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα βρεθούν παθολογικές τιμές στη μέτρηση.
Με τις διαδοχικές αυτές εξετάσεις εντοπίζονται και τα άτομα που χάνουν με γρήγορο ρυθμό οστική μάζα, πράγμα που επίσης είναι ένδειξη για θεραπεία με φάρμακα.
Η προστασία από την οστεοπόρωση
Η εντόπιση των παραγόντων κινδύνου (εκτός από την κληρονομικότητα) και η κατά το δυνατόν διόρθωσή τους αποτελούν τον βασικό στόχο για την πρόληψη της οστεοπόρωσης τόσο πριν όσο και μετά την εμμηνόπαυση.
Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη χαμηλής οστικής μάζας, αυξημένης μετεμμηνοπαυσικής οστικής απώλειας και αυξημένης πιθανότητας εμφάνισης κατάγματος «χαμηλής βίας» (δίχως λ.χ. να υπάρξει πτώση ή τραυματισμός) είναι οι εξής:
* Πρόωρη εμμηνόπαυση. Πριν από το 42ο έτος της ηλικίας, οπότε συνήθως είναι απαραίτητη η ορμονική υποκατάσταση.
* Χαμηλό σωματικό βάρος. Βάρος μικρότερο από 10 κιλά από το ύψος (λ.χ. ύψος 1.65 και βάρος 50 κιλά) πρέπει να διορθώνεται, κυρίως σε γυναίκες κοντά ή μετά την εμμηνόπαυση.
* Διατροφή φτωχή σε ασβέστιο. Καθημερινά πρέπει να προσλαμβάνει κανείς το λιγότερο 500 mg ασβεστίου με τη μορφή των γαλακτοκομικών προϊόντων (να πίνει δηλαδή 2 ποτήρια γάλα). Τα άτομα με δυνανεξία στα γαλακτοκομικά προϊόντα πρέπει να λαμβάνουν συμπληρώματα ασβεστίου. Οι συνιστώμενες πάντως ημερήσιες ποσότητες ασβεστίου σε όλες τις ηλικίες είναι πολύ μεγαλύτερες.
* Κάπνισμα. Κατά προτίμηση πρέπει να αποφεύγεται. Πάντως περισσότερα από 10 τσιγάρα την ημέρα έχει αποδειχθεί ότι προκαλούν οστεοπόρωση, ιδίως μετά την εμμηνόπαυση.
* Οινοπνευματώδη σε ποσότητες μεγαλύτερες από 1-2 μονάδες την ημέρα.
* Κατάχρηση καφέ.
* Αδράνεια, κακό μυϊκό σύστημα. Η άσκηση σε γυμναστήριο περισσότερο από 2 ώρες την εβδομάδα έχει θετικό αποτέλεσμα στην πρόληψη της οστεοπόρωσης.
* Λήψη φαρμάκων που συνδέονται με οστεοπόρωση. Η λήψη κορτιζόνης σε σχετικά μεγάλες δόσεις και για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλεί συνήθως βαριά οστεοπόρωση. Η κορτιζόνη μειώνει την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο, αυξάνει την απέκκρισή του από τα ούρα, αναστέλλει τη δράση της βιταμίνης D και περιορίζει τη σύνθεση του κολλαγόνου, το οποίο επιπλέον καταστρέφει. Άλλα φάρμακα που προκαλούν οστεοπόρωση είναι η ηπαρίνη, τα αντιόξινα, τα αντιεπιληπτικά και τα θυρεοειδικά σκευάσματα. Η ύπαρξη τοξικού αδενώματος του θυρεοειδούς, όπως και η λήψη υψηλών δόσεων θυροξίνης, οδηγούν σχεδόν πάντοτε σε οστεοπόρωση. Ο ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης είναι γνωστή αιτία πρόκλησης οστεοπόρωσης, Αντικαταθλιπτικά φάρμακα (αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, SSRI) και φάρμακα για την υπερχλωριδρία και τα «καψίματα» στο στομάχι (αναστολείς των πρωτονίων) μπορεί να προκαλέσουν οστεοπορωτικά κατάγματα ύστερα από μακρόχρονη λήψη.
Πόσο ασβέστιο χρειάζονται μικροί και μεγάλοι
Οι ποσότητες ασβεστίου που πρέπει κανείς να καταναλώνει σε καθημερινή βάση μετρώνται σε χιλιοστά του γραμμαρίου (mg). Ανά ηλικία είναι οι ακόλουθες:
Παιδιά έως 10 ετών = 800
Έφηβοι (10-17 ετών) = 1.300
Νέοι (17-25 ετών) = 1.000
Ενήλικες = 800
Γυναίκες λίγο πριν από την εμμηνόπαυση = 1.000
Γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση = 1.200
Ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών) = 1.500
Έπειτα από κάταγμα = 1.500
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα, αναλόγως με το είδος τους, περιέχουν 250-300 mg ασβεστίου ανά μονάδα. (Μία μονάδα ισούται με 1 ποτήρι γάλα ή 1 κεσέ γιαούρτι ή 30 γρ. κίτρινο τυρί)
Πόσα άτομα έχουν οστεοπόρωση στην Ελλάδα (ανά ηλικία)
Κάτω από 50 ετών = 13,7%
50-59 ετών = 19%
60-69 ετών = 42,1%
70-79 ετών = 55,5%
80 ετών και άνω = 75,4%
Κάθε πότε πρέπει να γίνεται μέτρηση της οστικής μάζας
1 φορά κάθε 2-3 χρόνια για τα πρώτα 10 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση
1 φορά κάθε 5 χρόνια στη συνέχεια
Ο Γεώργιος Π. Λυρίτης είναι καθηγητής Ορθοπεδικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης (ΕΛΙΟΣ)
tanea
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου