ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΩΣ TAKI 183, ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΕ ΤΑΣΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’70
Μέτριος στο ύψος με γυαλιά και ψαρά μαλλιά, όταν μπήκε στην αίθουσα δεν τράβηξε την προσοχή.
Με βερμούδα, σανδάλι και μακό μπλουζάκι μάλλον έμοιαζε να έχει πάει σε μπάρμπεκιου παρά σε παρουσίαση βιβλίου. Κι αν σχηματίσει κάποιος στο μυαλό του την εικόνα - μια αίθουσα γεμάτη κυρίως πιτσιρικάδες-λάτρεις του γκραφίτι - ο εν λόγω κύριος στα 57 του θα μπορούσε να είναι ο μπαμπάς κάποιου εξ αυτών.
Με βερμούδα, σανδάλι και μακό μπλουζάκι μάλλον έμοιαζε να έχει πάει σε μπάρμπεκιου παρά σε παρουσίαση βιβλίου. Κι αν σχηματίσει κάποιος στο μυαλό του την εικόνα - μια αίθουσα γεμάτη κυρίως πιτσιρικάδες-λάτρεις του γκραφίτι - ο εν λόγω κύριος στα 57 του θα μπορούσε να είναι ο μπαμπάς κάποιου εξ αυτών.
Εως τη στιγμή που πήρε έναν μαρκαδόρο στα χέρια του. Κι άρχισε να υπογράφει το βιβλίο που παρουσιαζόταν - «The history of american graffiti» (Η ιστορία του αμερικανικού γκραφίτι) - ως TAKI 183. Για τους αμύητους η συγκεκριμένη υπογραφή μπορεί να μη λέει τίποτα. Για τους μυημένους όμως η έκπληξη ήταν τεράστια καθώς είχαν μπροστά τους έναν θρύλο της τέχνης του δρόμου, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου γκραφίτι, τον Δημήτριο, που με μόνο όπλο του τον μαρκαδόρο του είχε καταφέρει να γραφτεί για εκείνον ολόκληρο άρθρο στους «New York Times» το 1971.
Ο Δημήτριος είναι Ελληνας. Σήμερα διατηρεί συνεργείο αυτοκινήτων, είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Το επίθετό του δεν το αποκαλύπτει. Πριν από τέσσερις δεκαετίες όμως ήταν ένας νέος που ζούσε στο Washington Heights, βόρεια του Χάρλεμ, σε μια γειτονιά με πολλούς έλληνες μετανάστες και εξίσου πολλές συμμορίες. Ο Δημήτριος μαθαίνει πως 20 τετράγωνα πιο πάνω από το σπίτι του ένας συνομίληκός του υπογράφει στους τοίχους ως JULIO 204 και το βρίσκει ενδιαφέρον.
Παίρνει έναν μαρκαδόρο και αρχίζει να υπογράφει παντού ως ΤAKI 183. Τάκης είναι το υποκοριστικό του και 183η είναι η οδός στην οποία μένει. Η υπογραφή του αρχίζει να εξαπλώνεται ως επιδημία. Την αφήνει πάνω σε τρένα, στύλους, τοίχους, αυτοκίνητα... Γίνεται θρύλος για τη Νέα Υόρκη.
Οι συνομίληκοί του θέλουν να τον μιμηθούν. Οι συμμορίες τον σέβονται. Ο εμπνευστής του Julio δεν καταφέρνει να βγει από τα όρια της γειτονιάς του. Ο Δημήτριος πάλι κυκλοφορεί σε ολόκληρη τη Νέα Υόρκη και όπου βρίσκει ελεύθερο χώρο αφήνει τη σφραγίδα του.
Το 1971 οι «New York Times» τού αφιερώνουν ένα εκτενές άρθρο. Είναι μόλις 17 ετών. «Δεν αισθάνομαι σπουδαίος», δηλώνει. «Οι άλλοι με κάνουν σαν να είναι κάποιος. Ξέρουν ότι έκανα την αρχή», έλεγε χωρίς να αισθάνεται ενοχές που εκείνη την εποχή χρειάστηκε να διατεθούν 300.000 δολάρια και 80.000 εργατοώρες για να σβηστούν τα ίχνη του - κι άλλων γκραφιτάδων - από τους σταθμούς του Μετρό.
«Δεν θα συνταξιοδοτηθώ ποτέ», έλεγε τότε κρατώντας τον μαρκαδόρο στο χέρι. Δεν κράτησε τον λόγο του. Παντρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε, άφησε πίσω του το παρελθόν. Και δεν θα το ξέθαβε ίσως αν ο ειδικός στην ιστορία του γκραφίτι, γκραφιτάς κι ο ίδιος, Ρότζερ Γκάσμαν δεν τον εντόπιζε, δεν του ζητούσε να προλογίσει το βιβλίο, το οποίο παρουσιάστηκε προ ημερών και συνυπογράφει με τον Κάλεμπ Νίλον, και δεν τον έπειθε να δημιουργήσει μια ιστοσελίδα με την ιστορία του μέσω της οποίας πουλά πολλαπλά των έργων του σε περιορισμένο αριθμό προς 75 δολάρια.
«Το έκανα επειδή δεν είχα τι άλλο να κάνω και μου ήταν εύκολο. Απλώς σκότωνα τον χρόνο μου», λέει σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου